συνώνυμος — having the same name as masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνώνυμος — η, ο / συνώνυμος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, ον, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συνώνυμα α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς αλλά έχουν την ίδια ή παραπλήσια σημασία, όπως λ.χ. θύρα και πόρτα, θέλω… … Dictionary of Greek
ξυνώνυμος — συνώνυμος , συνώνυμος having the same name as masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνύμως — συνώνυμος having the same name as adverbial συνώνυμος having the same name as masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνώνυμον — συνώνυμος having the same name as masc/fem acc sg συνώνυμος having the same name as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλπινισμός — Συνώνυμος όρος της ορειβασίας. * * * ο 1. η συστηματική ανάβαση στις Αλπεις 2. η ορειβασία, η αναρρίχηση σε υψηλά όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpinisme.] … Dictionary of Greek
συνωνύμοις — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνύμου — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνύμους — συνώνυμος having the same name as masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωνύμων — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)